- προκρίνομαι
- προκρίνομαι, προκρίθηκα βλ. πίν. 2
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
προκρίνομαι — προκρί̱νομαι , προκρίνω choose before others aor subj mid 1st sg (epic) προκρί̱νομαι , προκρίνω choose before others pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προτιμώ — προτιμῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. προτιμέω Α [τιμῶ] τιμώ κάποιον ή κάτι περισσότερο ή τού αποδίδω μεγαλύτερη σημασία, προκρίνω (α. «προτίμησε τον θάνατο από την ατιμία» β. «οὐκ ἐμαίνοντο τὴν σωτηρίαν τοῡ κέρδους προτιμῶντες», Αντιφ.) νεοελλ. 1. μού… … Dictionary of Greek